θλιμμός

θλιμμός
θλιμμός, ,= θλῖψις, LXXEx.3.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θλιμμός — θλιμμός, ὁ (ΑΜ) [θλίβω] θλίψη …   Dictionary of Greek

  • θλιμμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλιμμόν — θλιμμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”